Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Συνέχεια παραμυθιού……

Η γοργόνα περνούσε την καθημερινότητά της με τη μικρή Leila, παίζοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας στην Ωκεανούπολη.

Όμως ο ύφαλος δεν έβγαινε από το μυαλό της.
Πήγαινε κρυφά ως εκεί, ωστόσο δεν προλάβαινε να τον εξερευνήσει όσο θα ήθελε.

«Σήμερα πρέπει να πάω για περισσότερη ώρα», σκέφτηκε.
«Την ώρα του μεσημεριού που η Ωκεανούπολη ησυχάζει»

Ανυπομονούσε να φτάσει η στιγμή…
Κάτι μέσα της έλεγε πως ήρθε η ώρα να μάθει εκείνο που της βασάνιζε τη ψυχή εδώ και καιρό.

Περίμενε και απασχολούσε το μυαλό της με εικόνες από τα βιβλία του παππού Ωρίωνα.
Τα λόγια του γύριζαν ανεμοστρόβιλος στο μυαλό της.

Ξεκίνησε, όταν όλοι έπεσαν στα κοχύλια τους να ονειρευτούν…

                                                                           

Πέρασε πάλι τον κήπο με τα αγάλματα που μέρα δεν την φόβιζαν τόσο αλλά της θύμιζαν ότι ανήκε στον ωκεανό και εκεί θα έπρεπε…να γυρίζει πάντα.

Το γαλαζοπράσινο πάρκο κι οι καταρράκτες έλαμπαν στο φως του μεσημεριού και να το κόκκινο φως φάνηκε…..

Ο ύφαλος!!
Ναι! Στο φως του μεσημεριού έλαμπε ολόκληρος και τη μαγνήτιζε!!

Μπήκε πιο μέσα στα νερά του. Τα κοράλλια άστραφταν στο πέρασμά της. Ξαφνικά κάτι διαφορετικό υπήρχε στο βυθό.

Άσπριζε στο σύνολο των χρωμάτων.
Πλησίασε… "Μα αυτό είναι το όνομά μου!! Απίστευτο!"

                                                       




Και τώρα τι πρέπει να κάνω?
Γύριζε τριγύρω αλλά τίποτα δεν γίνονταν.

«Θα το ακουμπήσω»

Και τότε ένα υπέροχο φως αναδύθηκε από το μονόγραμμα και άνοιξε η πύλη.
Η Αρχόντισσα του υφάλου αναδύθηκε.
«Γεια σου mare! Σε περίμενα! Ήξερα πως θα ερχόσουν μια μέρα»


                                                                               


« Ποια είσαι? Πως ξέρεις το όνομά μου?»

« η Aquamarine γνωρίζει τα πάντα. Για αυτό δεν ήρθες άλλωστε?»
 «Μα!! για αυτό ήρθα?
Για αυτό ήρθα»
Η Αρχόντισσα έβαλε την γοργόνα να καθίσει στο βράχο με τα χρώματα.

                                                                            


«για αυτό ήρθες mare! Ψάχνεις το κλειδί ! έτσι δεν είναι?
Το σεντούκι το βρήκες….Σου χρειάζεται το κλειδί του..
και να ΄σαι…»

«ναι!! Και θα το βρω?
Εσύ το έχεις?»

« Εγώ θα σε βοηθήσω. Όλα τα άλλα θα τα κάνεις μόνη σου.
Μην ξεχνάς ότι μόνοι μας βρίσκουμε ότι επιθυμούμε!!!»

«Ανέβα στο βράχο τον χρωμάτων και πήδα στο χάος του βυθού στο απόλυτο μπλε»

Μα!! Δεν φαίνεται τίποτα!! Φοβάμαι!! δεν ξέρω να πηδώ!!

«Mare, μπορείς!! Κάντο!! Για αυτό ήρθες εδώ!! Μπορείς!!»

Η γοργόνα έτρεμε στην ιδέα του χάους. Παγωμένος άνεμος τριγύρναγε στο βράχο κι αυτό το μπλε ρουφήχτρα να την καταπιεί.

Πήδα τώρα!!

Έπεσε στο κενό και στροβιλιζόταν αρκετή ώρα (ή έτσι νόμιζε…)

Και να!! Φως ξανά!!


                                                  
Ο δίσκος. Πέτρινος. Η ιστορία της Ωκεανούπολης!!
Κάπου ο Ωρίωνας είχε γράψει γι΄ αυτόν στις σημειώσεις του.


Μαγικός και μυστηριώδης!! Ανερμήνευτος !! Σύμβολα!! Κοχύλια !! Όνειρα!! Ζωή και θάνατος μαζί!!

Μια φωνή μέσα της έλεγε να τον περπατήσει….
« μα πως εγώ πόδια δεν έχω…»
Δοκίμασε mare!! Δοκίμασε!! Μπορείς!!

Πλησίασε κι άγγιξε με την ουρά την αρχή του κι όλα άλλαξαν….

Δεν είχε πια ουρά. Λευκά πόδια πατούσαν την πέτρα που χρύσιζε στα βήματά της.
Ήχοι και μουσικές.
Χρώματα και αστέρια!!

Κόντευε να φτάσει στο κέντρο…

«Λες να ανοίξει και τίποτα άλλο?»

Και τότε το είδε.
Ναι!! Ήταν αυτό!!
Ήταν ότι χρειάζονταν.

Το κλειδί!!
                                                                     



Το πήρε και το άγγιξε με δέος!!

«Θα μου πεις την αλήθεια??»

«Θα μου ανοίξεις το σεντούκι??»

Είσαι για μένα!!

Ή μήπως εγώ είμαι δική σου…..