Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Η γέννηση



Η Ωκεανούπολη  ξύπνησε μέσα στα χρυσαφιά νερά!
Στο μικρό κάστρο υπήρχε μεγάλη γιορτή.
Η αγάπη και η χαρά ήρθαν ξανά, όταν εκείνο το χρυσαφί πρωινό γεννήθηκε ένα μικρό γοργονόπαιδο.
Το κοριτσάκι γελούσε στον κόσμο του νερού κι έδινε μια νότα αισιοδοξίας σε όλους.
Ήρθαν όλοι να το δουν και να το φιλέψουν για μια ζωή καινούργια και καλή.

Ήρθε ο Νονός με τα υπέροχα ασημένια μαλλιά και τα γαλάζια μάτια κι έδωσε το όνομα «γοργόνα».
Κρατούσε ένα μικρό σκαλιστό «κλειδί» για να ξεκλειδώνει η γοργονίτσα την πόρτα των ονείρων.

Ήρθε ο γελαστός Τζών με το γλυκό χαμόγελο και τη φωτιά στην καρδιά κι έφερε ένα βαζάκι γλυκό σαν μέλι, σαν μαγικό κάστανο, από τα πέρατα του ωκεανού, να χορτάσει την καρδιά της γλύκα κι αγάπη.

Ήρθε η μαγική Πεταλούδα, πετούσε πάνω από την κούνια κι ευχόταν με λόγια μελωδικά, γεμάτα χρώματα κι αρώματα.
Πέτρες πολύτιμες γεμάτες ενέργεια και δύναμη έπεφταν από την ψυχή της καθώς χόρευε απαλά και τα φτερά της αγκαλιά χωρούσαν όλο το σύμπαν.


Ήρθε σε λίγο ένας υπέροχος άρχοντας με δύσκολο όνομα ….αλλά μελωδική φωνή και τραγούδησε ένα τραγούδι για τη ζωή, την αρχή, το τέλος, τη συνέχεια …
Έβαλε στην κούνια μια λευκή γαρδένια και το δωμάτιο γέμισε αρώματα και χρώματα.


Ήρθαν τρεις κοπέλες με αραχνοΰφαντα φορέματα και χόρεψαν το χορό της χαράς.
Άφησαν δίπλα από την κούνια, ένα μολύβι να γράφει η γοργονίτσα τις σκέψεις της, ένα αστέρι να ονειρεύεται, κι ένα κρυστάλλινο υπέροχο ροδί ποτήρι να πίνει τη χαρά της ζωής.


Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Κάποιοι ψιθύρισαν «ο τρελός», μα αυτός τρελός δεν ήταν.
Δεν μίλησε και δεν άφησε τίποτα. Μόνο κοίταξε στα μάτια το μωρό και μες στη ψυχή του ρίζωσε μια ευχή «Ζήσε!! Μπορείς!!»
Η ξανθομαλλούσα νεράϊδα που τον συνόδευε χαμογέλασε γιατί ήξερε καλά πως η ευχή αυτή σημάδεψε τη ψυχή. Άφησε ένα μικρό λευκό μαργαριτάρι στο προσκεφάλι της κούνιας και κούνησε το μαγικό της ραβδί.


Ήρθαν και οι στρατηγοί… της χώρας, οι Τοξότες και έκαναν ασπίδα φωτός με τα μαγικά τους βέλη κι ουράνια τόξα αναδύονταν από παντού.
Δυο μικροί αγγέλοι σκορπούσαν αστερόσκονη και μεταξένια χάδια κορδέλες ζωής και το μωρό κουνούσε με χαρά τα χεράκια του να τα πιάσει.


Ο πρίγκιπας κι η Αρχόντισσα του χρόνου του έφεραν χρωματιστές στιγμές να συνοδεύουν το δρόμο του στη βαθυγάλαζη πορεία του κι ευχήθηκαν «μια φορά …..ταξίδεψε …στο όνειρο της ζωής…»


Η μάντισσα Εστρέλια ταξίδεψε από την Ηφαιστιούπολη  για να φέρει το φανάρι με το φως των ματιών και τη ζεστασιά της καρδιάς και να τα δώσει απαλά και με αγάπη στη μικρή γοργόνα που ρόδισαν τα μαγουλάκια της από ευχαρίστηση.


Ο σοφός Φάος της χώρας είπε πως το μωρό χρειάζεται ενέργεια από όλους κι ενώθηκαν τα χέρια και το φως κύλησε από πάνω ως κάτω.
Οι λάμψεις ανέβηκαν ως την επιφάνεια του ωκεανού.


Και ενώ όλα αυτά γίνονταν στο δωμάτιο της γοργονίτσας, ένα καράβι περνούσε πάνω από την Ωκεανούπολη κι ο καπετάνιος αναρωτιόταν αν η ζωή μέσα στο βυθό είναι ίδια με εκείνη στη στεριά.
Σκεφτόταν να βουτήξει να ταξιδέψει εκεί που ανθρώπου νους δεν πάει, αλλά η καρδιά ρουφάει το φως και προχωρά…

Και είδε το φως από το βυθό  και κατάλαβε…


ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ !! ΤΩΡΑ!!


Στην Ωκεανούπολη:
Μετά από λίγα χρόνια…
Η γοργόνα μεγάλωσε.
Δεν μιλούσε μόνο τραγουδούσε.
Όλοι παραξενεύονταν με αυτό το παιδί…
Της άρεσε πολύ να χορεύει…
 Να ονειρεύεται…
Να διαβάζει μπαίνοντας κρυφά στην τεράστια βιβλιοθήκη
του κάστρου…
Περίεργη καθώς ήταν, έψαχνε τα ράφια αχόρταγα…
Μια μέρα σαν κι αυτή εδώ το βρήκε...
Ένα μικρό σκαλιστό σεντούκι...
Κι από δω αρχίζουν όλα…