Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Ιστορίες στο δρόμο….

Περπατούσα απόγευμα στην γειτονιά μου…
Κοντά στη μικρή πλατεία έτρεχαν παιδάκια να παίξουν και να αγοράσουν παγωτό.
Πολύ φυσιολογικό και καθημερινό.
Μαμάδες πήγαιναν τα παιδιά στα Αγγλικά, στο Γυμναστήριο, κι όπου τρέχουν τα παιδάκια τα απογεύματα….
Μπαμπάδες δεν υπήρχαν εκείνη τη στιγμή…

Και ξαφνικά όλος ο κεντρικός δρόμος κοιτούσε περίεργα έναν μπαμπά διαφορετικό από τους άλλους…
Έναν Κούρδο μπαμπά με ένα μωρό στο καροτσάκι να το πηγαίνει βόλτα και να του μιλά.



Όλοι τον κοιτούσαν ….Οι πεζοί…Οι οδηγοί…Οι καταστηματάρχες…
Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε καχύποπτα τους Κούρδους, όχι τους μπαμπάδες…, που ψάχνουν στα σκουπίδια για πράγματα που εμείς βαρεθήκαμε κι εκείνοι έχουν ανάγκη.
Αλλά να βγάζουν βόλτα τα μωρά τους είναι ακόμα πιο…περίεργο και καχύποπτο.
Καλά που του έμοιαζε το παιδάκι γιατί θα μπορούσαν να πουν ότι το έκλεψε…

Δεν ενοχλούμαστε που τα παιδάκια πλένουν τα αυτοκίνητά μας στα φανάρια   (μάλλον ενοχλούμαστε αν ήδη είναι
πλυμένο στο πλυντήριο που πριν λίγο πληρώσαμε…)


Μας ενοχλούν τα παιδάκια που μας χώνουν στη μούρη ένα μάτσο κατσιασμένα γαρίφαλα.


Ωστόσο θεωρούμε πολύ γλυκιά εικόνα παιδάκια να παίζουν μουσική χωρίς να αναρωτιόμαστε αν τα ίδια το θέλουν και το έχουν επιλέξει.


Η εικόνα του μπαμπά μου θύμισε ένα περιστατικό παλιότερο.
Το γραφείο μου ήταν στο κέντρο της πόλης και έπρεπε να κολλήσω μια ταμπέλα στην είσοδο με σιλικόνη.
Την κρατούσα για να κολλήσει και είχα πλάτη το πεζοδρόμιο.
Είχα όμως την αίσθηση ότι δυο μάτια είχαν καρφωθεί πάνω μου.


Γυρίζω και βλέπω την Ελενίτσα, μια τσιγγανοπούλα 7 ετών να με κοιτά με περιέργεια.
«Τι κάνεις εκεί?» Με ρωτά.
Της εξηγώ κρατώντας πάντα την ταμπέλα.
Έδειξε πολύ ενδιαφέρον ειδικά όταν συστηθήκαμε.
«Γιατί δεν είσαι στο σχολείο?» Τη ρώτησα.
«Εμένα δεν με στέλνουν στο σχολείο γιατί πρέπει να δουλέψω.»
«Πρέπει να πας στο σχολείο. Δεν θέλεις?»
«Θέλω αλλά είμαστε 14 αδέλφια και τι θα τρώμε.»

Τη ρώτησα από πού ήταν κι αν οι δικοί της ήταν κοντά, όσο μασουλούσε με λαχτάρα τα κουλουράκια σοκολάτας που είχα πάρει για τη συνάντηση των στελεχών.

Ήταν από την Κατερίνη και τους είχαν φέρει εκείνη τη μέρα στη Πάτρα για να μαζέψουν χρήματα. Θα έμεναν δυο μέρες κι ύστερα θα άλλαζαν πόλη.
Που να πάει η Ελενίτσα σχολείο με τόσο «γύρω γύρω όλοι»

Η Ελενίτσα ήρθε και την άλλη μέρα να με χαιρετίσει. Της έδωσα να αγοράσει από το φούρνο ότι θέλει.
Δεν πήρε τα χρήματα.
«Θα μου τα πάρουν οι άλλοι….άλλωστε με κέρασες χθες!!»

Η Ελενίτσα έφυγε κι εγώ εύχομαι να είναι καλά.
Δεν την ξαναείδα ποτέ μα τη θυμάμαι συχνά όταν βλέπω σκηνές στο δρόμο με παιδικά μάτια πεινασμένα για αγάπη, πονηρά από ανάγκη, θλιμμένα από φόβο ότι δεν έχουν δικαιώματα.

Δεν είναι τα «τυχερά παιδιά του καναπέ μας»

Είναι τα «άλλα» τα «άτυχα»που πρέπει να πάρουμε χαρτομάντιλα, κάρτες και διάφορα στις γιορτές και στις σχόλες για να τα βοηθήσουμε.
Που ο μπαμπάς τους καραδοκεί το μεροκάματο.
Αυτά δεν μας ενοχλούν και δεν τα κοιτάζουμε περίεργα.
Ο μπαμπάς Κούρδος με το καροτσάκι μας κάνει εντύπωση….

Κι αναρωτιέμαι «η έκπληξη μας είναι ευχάριστη?»