Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Παραμύθια για Λυκοφιλίες


Ο Λύκος και τα 7 κατσικάκια σε 7Χ7 εκδοχές:

                    (Εκδοχή 43 από 49)

Εμείς στην Εποχή μας!



Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας αχαΐρευτος, ανεπρόκοπος και χαραμοφάης Λύκος.
Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, που το έχανες που τον έβρισκες, με έναν καφέ κι ένα τσιγάρο, βιδωμένο στο Η/Υ να σκοτώνει τον χρόνο του μελετώντας νέα συστήματα διαρρήξεων.


«βρε άχρηστε!!» του φώναζε η μάνα του.
«ένα κατσικάκι βρε δεν αξιώθηκες ακόμα να φέρεις στο σπίτι.
Οι χασάπηδες έχουν κάνει την προίκα τους μαζί σου! Σε λίγο θα σε ανακηρύξουν άγιο! Ο άγιος Λύκος ο προστάτης των κατσικιών!»


« βρε αει στο Λύκο!» της έλεγε αυτός.
«ας με σπούδαζες να σου΄κλεβα ό,τι ήθελες»
 «με τι λεφτά να σε σπούδαζα?» του έλεγε η κακομοίρα η μάνα του.


« ααα! Να έκοβες το λαιμό σου!! Να΄παιρνες τους δρόμους και να΄ πλενες σκάλες! Να έκανες Λυκάκια και να τα πούλαγες όσο όσο!»

« κι άμα μ΄πιαναν, μωρέ?»
«άμα σε ΄πιαναν θα ήσουνα κάτι! Μια μάνα που πήγε φυλακή για το παιδί της! Μια μάνα που θυσιάστηκε! Ενώ τώρα τι είσαι?
Μια μάνα που ενδιαφέρεται και αγαπάει!
Μια Α-χρη-στη μάνα!»


« Εμείς στην εποχή μας, δεν ήταν ανάγκη να σπουδάσουμε για να βουτήξουμε ένα κατσικάκι!» του έλεγε η μάνα του.
«Εμείς στην εποχή μας! Εμείς στην εποχή μας!» της έλεγε αυτός
«Το βαρέθηκα πια αυτό το παραμύθι με το αλεύρι και τα πόδια Που ζεις μωρέ μάνα? Τους βλέπεις έτσι πρόβατα και παραμυθιάζεσαι!!
Για κάνε ότι πλησιάζεις σπίτια τους Από ένα χιλιόμετρο βλέπουνε και μυρίζουνε το βρακί που φοράς κι ακούνε τις βρισιές που σκέφτεσαι με τα Λυκοσυστήματά που έχουνε»


« κι αυτό θα πει ότι θα σε έχω εδώ να μου Λυκοβαράς?
Που ακούστηκε μωρέ να σπουδάζεις κλέφτης άνευ διδασκάλου και δι΄αλληλογραφίας?
Χωρίς να έχει πάει στο δημόσιο ή να΄χει πάει φυλακή?
Χωρίς να έχει εμπειρίες?
Μέχρι να σπουδάσεις εσύ πάμε εμείς!
Θα τά΄χουμε τινάξει από την πείνα!
Νέα γενιά σου λέει ο άλλος!
Πάει χάλασε ο κόσμος!!»του έλεγε η μάνα του αφήνοντας (από την απελπισία της τάχα μου)να πέσει στο πάτωμα ένα κόκαλο από κατσικάκι που εδώ και μέρες μασούλαγε.


«Μην στενοχωριέσαι μωρέ μάνα» της έλεγε αυτός μαζεύοντας για πάρτη του το κόκαλο.
«Όλα θα διορθωθούν!
Θα αγωνιστώ!


Θα μάθω γράμματα.
Και στην ανάγκη θα βάλλω αλεύρι σε όλο το σώμα μου να γίνω λευκός, όπως ο Μάικλ Τζακσον.
Φτάνει να με δεχτούν στις λέσχες τους.
Μετά θα γίνω γυναίκα.
Όπως ο Ντάστιν Χοφμαν στο Τούτσι.
Να με πάρουν στις δουλειές τους.
Θα γίνω συνδρομητής στην ΟΥΝΕΣΚΟ! Θα τρέχω σε φιλανθρωπικά γκαλά.
Και γκαλά ε? μόλις κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και μου δώσουν αρμοδιότητες, εξουσία, τότε θα τους δείξω εγώ!


Θα γεμίσω νέφος τις πόλεις τους!
Θα κάψω τα δάση τους!
Θα τους καταστρέψω!
Θα πετύχω μάνα!!
Θα πετύχω!!»

«Και μετά?» ρώτησε η μανούλα.


« Και μετά μανούλα μου θα πάω να πάρω μια καλύβα στην ερημιά, σε ένα δάσος, να μην βλέπω κανέναν!!
Κανέναν τους!!
Μόνο κατσικάκια!
Επιτέλους!!
Να βρω τον εαυτό μου!!


Να γίνω και εγώ άνθρωπος!!
Άνθρωπος!!

ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΔΑΓΜΑ:
Ο μόνος τρόπος για να πάει
Αυτός ο κόσμος μπροστά
Είναι να πάει δισεκατομμύρια χρόνια
Πίσω!!

(Γιάννης Προεστάκης «Παραμύθια για Λυκοφιλίες»)