Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Βαριέμαι…..



Ο κ. Πληκτικούλης και η σύζυγος του η κ. Ανία με επισκέφτηκαν στην Ωκεανούπολη. Έφεραν μαζί τους την κόρη τους Βαρεμάρα που όλο χασμουριόταν και έλεγε «Βαριέμαι….»
Ως φιλόξενη οικοδέσποινα και πολύ υπερήφανη για τη χώρα μου άρχισα να τους κάνω την ξενάγηση της περιοχής.



Σκέφτηκα ότι πολύ μαγικό αξιοθέατο είναι ο κήπος με τα κοράλλια μου.
Ο κ. Πληκτικούλης είπε « άλλη μέρα θα πάμε τώρα είναι η ώρα να πάρω έναν υπνάκο» η κ. Ανία το ακολούθησε ως πιστή σύντροφος.
Η Βαρεμάρα δεν το συζητώ άρχισε να ξανά λέει για πολλοστή φορά «Βαριέμαι…»
Δεν μίλησα και τους άφησα να χυθούν πάνω στους καναπέδες του καθιστικού.
Οι μόνες κινήσεις που έκαναν εδώ και δύο ώρες είναι να εξασκούν τα δάχτυλα τους στο τηλεκοντρόλ της thalassas tv όπου και κάποια στιγμή δεν τους άρεσαν τα προγράμματα αφού έκαναν παρεμβολές τα χέλια που περνούσαν για να πάνε στον μεγάλο ύφαλο.
 
Δεν συγχύστηκα για δύο λόγους
Πρώτον είναι φιλοξενούμενοι
Δεύτερον κάτι φταίει
Είμαι σίγουρη.
Αυτοί οι άνθρωποι και στο φαγητό ακόμα έλεγαν «Βαριέμαι δεν έχω όρεξη…»
Αν συνεχίσουν έτσι θα πεθάνουν από πλήξη και βαρεμάρα.

Η μικρή δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το σπίτι …
Αααα! Εδώ χρειάζονται δραστικές λύσεις ……

Η θεία Νώα είμαι σίγουρη ότι θα ξέρει.

Η θεία καθόταν ήρεμη και διαλογιζόταν μπροστά σε ένα υπέροχο θαλάσσιο νούφαρο
Τι συμβαίνει mare?
Εξήγησα με δυο λόγια τι έπαθα με την οικογένεια Πληκτικούλη και πόσο με ανησυχεί η κατάσταση της Βαρεμάρας.
Και τότε η θεία έβαλε τα γέλια …..
Που είναι καλέ το αστείο….

Mare που ζούμε εμείς?
Στη θάλασσα.
Ωραία! Η θάλασσα έχει πάντα κινητικότητα αυτό κάνει τα πλάσματά της να ενθουσιάζονται με το παραμικρό.
Ε! πως κι εμείς έχουμε το Τζίμη τον κουρασμένο….που όλο βαριέται…
Ναι αλλά δεν τον λέμε «βαριεστημένο» Κουρασμένος έγινε αφού δούλεψε πολύ στη ζωή του.


Η οικογένεια που λες ότι φιλοξενείς τα έχει όλα έτοιμα Πρέπει να βρει κίνητρο. Πρέπει να «κάνει» κι όχι να περιμένουν να τους τα κάνουν όλα.
Ναι αλλά εγώ δεν μπορώ να μην τους φιλοξενήσω σωστά και να τους βάλω να δουλέψουν.
Σωστό κι αυτό. Αύριο πες τους ότι θα πάμε εκδρομή στο μεγάλο βράχο.
Μα εκεί δεν έχει τίποτα.
Για αυτό θα πάμε…..Χα!χα!χα!

Πράγματι την άλλη μέρα ξεκίνησαν για το μεγάλο βράχο.



Όπως περπατούσαν είδαν τον άρχοντα του βράχου.
Ήταν ένα κεφάλι πάνω στο βράχο και ενώ φαινόταν άψυχο ξαφνικά άρχισε να μιλά.

Τι θέλετε εσείς στο νησί μου?



Ήρθαμε να δούμε το τοπίο είπε ο κ.Πληκτικούλης.
Α!για να γίνει αυτό πρέπει κάτι να κάνετε.

Μα εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε κάτι….
Αααα! Δεν πάει έτσι….
Όποιος δεν κάνει κάτι εδώ που ήρθατε τιμωρείται να χάσει το δρόμο του για πάντα….

Ο κ.Πληκτικούλης κοιτάζει γύρω του να ζητήσει βοήθεια από τη θεία Νώα και τη Mare. Εκείνες όμως έχουν εξαφανισθεί.

Τι να κάνει λοιπόν αναγκάζεται να κάνει ότι του πει ο βράχος.

Τι θέλεις λοιπόν από μας?

Από σένα που είσαι άντρας θέλω να μου φτιάξεις μια σπηλιά για να φυλάω τα δώρα που μου φέρνουν.
Αυτό φάνηκε εύκολο στον κ.Πληκτικούλη γιατί δεν φανταζόταν πόσα δώρα έχει ο βράχος. Άρχισε να σκάβει.



Όσο εκείνος έσκαβε ο βράχος είπε στη κ.Ανία .Εσύ θα φτιάξεις φαγητό για όλους τους φιλοξενούμενους μου .Αυτή δεν φαντάστηκε να έχει πολλούς φιλοξενούμενους.

 Όσο ο άντρας έσκαβε κι η γυναίκα του μαγείρευε η Βαρεμάρα απομακρύνονταν. Πήγε να κολυμπήσει πίσω από το βράχο για να γλιτώσει τις δουλειές. Κι ξαφνικά  πάτησε  ένα θαλάσσιο σκορπιό.
Άρχισε να φωνάζει από τον πόνο αλλά κανένας δεν την άκουγε.
Άρα έπρεπε να καταφέρει να φτάσει στον άρχοντα του βράχου.



Εκείνος ήξερε ότι πονάει η Βαρεμάρα αλλά περίμενε να δει τι θα κάνει.
Το κοριτσάκι κατάφερε να πάει και να του ζητήσει να της κάνει καλά το πόδι της.
Τότε ο βράχος φώναξε τον μπαμπά της για να την βοηθήσει.
Ο κ.Πληκτικούλης δεν ήξερε τι να κάνει έτσι ζήτησε βοήθεια από την γυναίκα του, που κι εκείνη δεν ήξερε κι άρχισε να κλαίει.
Τότε ο Βράχος είπε: Πάρτε αυτά τα φύκια και κοπανήστε τα μέχρι να γίνουν αλοιφή και βάλτε τα πάνω στο πόδι του παιδιού.
Έτσι κι έκαναν. Ήταν πολύ τρομαγμένοι για την υγεία της Βαρεμάρας.
Μετά από λίγο ήταν πολύ καλύτερα.
Όμως οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν γιατί τις δουλειές που άφησαν στην μέση έπρεπε να τις τελειώσουν.


Άντε μην σταματάτε, φώναζε ο Βράχος, όπου να΄ναι έρχονται οι καλεσμένοι.
Πόσοι ποια να είναι?
Γελάστηκαν αν πίστευαν ότι ο Άρχοντας Βράχος δεν είχε φίλους.
Είχε και πολλούς.
Και άρχισαν να έρχονται
Τα δώρα δεν χωρούσαν στη σπηλιά και τα φαγητά δεν έφταναν.
Και ο άντρας έσκαβε κι η γυναίκα μαγείρευε.




Και ζητούσαν βοήθεια από την κόρη που μια έτρεχε εδώ και μια εκεί.
Μετά από λίγο έπεσαν ξεροί από την κούραση.
Όταν συνήλθαν είδαν από πάνω τους την θεία Νώα και τη Mare να τους χαμογελούν. Νόμιζαν ότι είδαν εφιάλτη αλλά όχι. Κοίτα πόσος κόσμος έχει μαζευτεί.
Ντράπηκαν πάρα πολύ. Σίγουρα θα τους κοροϊδεύουν
Κανείς δεν μιλούσε.
Ο άρχοντας Βράχος ντυμένος  με την καλή του φορεσιά έδωσε ένα χεράκι στον κ.Πληκτικούλη για να σηκωθεί.



«’Έλα να καθίσουμε κ.Καταπληκτικούλη στο τραπέζι της γιορτής.
Κι όλοι ας ευχαριστήσουμε την κ. Αρμενία που μας έφτιαξε θαλασσινούς μεζέδες. Όσο για την μικρή  Βάλια-mare θα μας τραγουδήσει εκείνο το υπέροχο τραγούδι που έλεγε στα καβουράκια της παραλίας μου»
Ας γιορτάσουμε λοιπόν, με νέα ονόματα … και νέα διάθεση

«Και φάγανε
Και ήπιανε
Βαριέμαι….
Πια δεν είπανε»

(Αφιερωμένο με πολύ αγάπη σε όσους βαριούνται αλλά και σε όσους δημιουργούν  Μ.Μπ)